φορέσκω
Look at other dictionaries:
φορέσκω — Α παρέχω, προσδίδω. [ΕΤΥΜΟΛ. < φορῶ + ενεστωτικό επίθημα έ σκω (πρβλ. ὀλ έ σκω, τελ έ σκω)] … Dictionary of Greek
φορέσκω — Α παρέχω, προσδίδω. [ΕΤΥΜΟΛ. < φορῶ + ενεστωτικό επίθημα έ σκω (πρβλ. ὀλ έ σκω, τελ έ σκω)] … Dictionary of Greek